Ποθος και κυρωση στο Πουερτο Ρικο



   Πολυαναμενόμενη και πολυαναβαλλόμενη η τελευταία προβολή μου οφείλω να ομολογήσω. Και πώς να μην είναι άλλωστε, όταν οι βασικοί συντελεστές της ταινίας κάθε τόσο πρέπει να παρακολουθούν συνεδρίες τύπου “με λένε Bruce και είμαι νηφάλιος 54 ημέρες”. Πρωταγωνιστής, σκηνοθέτης και συγγραφέας λοιπόν, ανταγωνίζονται για το ποιος θα κάνει ρεκόρ στις τρανσαμινάσες του, με τον πρώτο να αποτελεί την χαρά του παπαράτσι, καθώς συλλαμβάνεται κατά συρροή από το φωτογραφικό φακό να σέρνεται υποβασταζόμενος στα “μπαρ και στα ξενύχτια”, τον δεύτερο να είναι ανίκανος για οποιαδήποτε δημιουργική δραστηριότητα χωρίς την συνοδεία αιθανόλης, και τον τελευταίο ήδη να «τα πίνει» μάλλον με τον Άγιο Πέτρο στο “Bar Adise”. «Μεθυσμένο Ημερολόγιο», με το αλκοόλ να νοθεύει το μελάνι της πένας, να θολώνει τον φακό της κάμερας, και να κυριεύει την ύπαρξη του ήρωα.
   Το σωτήριον έτος 1960, ο πρωταγωνιστής, δημοσιογράφος – αποτυχημένος νοβελίστας, αποφασίζει να εγκαταλείψει τις Η.Π.Α. και να κυνηγήσει την επαγγελματική του τύχη στο εξωτικό «Aie aie aie aie aie aie Puerto Rico», που είμαι σχεδόν σίγουρος ότι όλοι διαβάσατε ρυθμικά. Στην ημιμεθή διαδρομή που θα ακολουθήσει, θα έρθει αντιμέτωπος με πρόσωπα και καταστάσεις που θα δοκιμάσουν την δύναμη και τον χαρακτήρα του, αλλά κυρίως θα αναδείξουν τις αδυναμίες και τα πάθη του. Αλκοολικοί συνεργάτες, χρεωκοπημένο αφεντικό, ληστρικοί επιχειρηματίες, ερμαφρόδιτα μέντιουμ(!) και ένας femme fatale πειρασμός θα δώσουν στην περιπέτεια του, εκείνη την αχαρακτήριστα ιδιαίτερη γεύση που αφήνει στον ουρανίσκο μια παλαιωμένη φιάλη με ρούμι Καραϊβικής.
   Το σενάριο, με την αμιγώς κυριολεκτική έννοια του όρου, δεν υφίσταται. Αυτό συμβαίνει γιατί η ταινία είναι βασισμένη στην αυτοβιογραφική νουβέλα του Hunter S. Thompson, ο οποίος αφού εγκατέλειψε ως αυτόχειρας τον μάταιο τούτο κόσμο το 2005, μνημονεύεται για δύο αξιοσημείωτους λόγους. Αφενός, όπως προαναφέρθηκε, για το καταστροφικό του “ταλέντο” στην κατανάλωση αλκοόλ και κάθε λογής παραισθησιογόνων ουσιών, και αφετέρου διότι κατάφερε στις εκλάμψεις διαυγείας που είχε (όποτε δηλαδή δεν έβλεπε πράσινους δράκους, νεράιδες, διπλά, τριπλά, και πάει λέγοντας) να αποτελέσει τον δημιουργό της «ιμπρεσιονιστικής δημοσιογραφίας», μιας βιωματικής και απροκάλυπτα υποκειμενικής σύνθεσης ρεπορτάζ και λογοτεχνίας, παρουσιαζόμενης σε πρώτο πρόσωπο, η οποία καθιστά ουσιαστικά τον παρατηρητή–ρεπόρτερ κεντρικό χαρακτήρα της εκάστοτε έρευνάς του. Την ροή αυτή ακριβώς ακολουθεί και η ταινία λοιπόν, η οποία θα χαρακτηριζόταν περισσότερο ως μια σειρά καταστάσεων στις οποίες εμπλέκεται ο πρωταγωνιστής, παρά ως μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος.
   Η σκηνοθεσία θεωρώ ότι αποτελεί το μελανό στοιχείο της ταινίας. Ο Bruce Robinson  που ανέλαβε τη μεταφορά του βιβλίου στην μεγάλη οθόνη, νομίζω πως δεν κατάφερε ούτε να κερδίσει το προσωπικό του στοίχημα, ούτε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της ιδιαίτερης “πένας” του Thompson. Επώνυμος Αλκοολικός ο ίδιος – «οποία έκπληξις» θα μου πείτε – ύστερα από δωδεκαετή εθελούσια συνταξιοδότηση και μεγάλη προσπάθεια αποτοξίνωσης από το αλκοόλ, καλείται να σκηνοθετήσει το «Μεθυσμένο Ημερολόγιο» που αποτελεί ουσιαστικά prequel του περίφημου «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας», επίσης αυτοβιογραφική νουβέλα του Hunter S. Thompson. Για να ανταπεξέλθει στο δύσκολο έργο που έχει αναλάβει, και υπό τη πίεση της σκηνοθετικής επιτυχίας του Terry Gilliam για την ταινία που μόλις αναφέρθηκε, ο Robinson το ξαναρίχνει στο «ρημάδι το πιοτό» κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, και το αποτέλεσμα στη μεγάλη οθόνη είναι μια αποτυχημένη απόπειρα ακροβασίας ανάμεσα στην βιογραφική πραγματικότητα που ο ίδιος θέλει να διοχετεύσει και στην υπερρεαλιστική ψυχεδέλεια που χαρακτηρίζει τα έργα του Thompson. Φωτογραφία και μουσική επένδυση ικανοποιούν, αδυνατούν όμως να καλύψουν τα κενά της σκηνοθεσίας.
   Ο Johnny Depp στον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι αναμενόμενα αξιόλογος. Άλλωστε αν κάτι ξέρει να κάνει πολύ καλά, όταν φυσικά δεν θαλασσοδέρνεται με rasta κόμη και eyeliner, είναι να ενσαρκώνει παρορμητικούς ήρωες, υποχείρια των παθών τους και επιρρεπών στις καταχρήσεις (όχι ότι δυσκολεύεται και ιδιαίτερα να μπει στο “πετσί του ρόλου”). Το γεγονός πως υπήρξε προσωπικός φίλος του Thompson, αλλά και το ότι κατά το παρελθόν έχει υποδυθεί τον ίδιο στην ουσία χαρακτήρα (βλέπε και πάλι «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας») κατάφεραν να τον αναδείξουν στον βασικότερο λόγο που κάνει την ταινία worth watching. Το υπόλοιπο cast, χωρίς να υπερβάλλει ερμηνευτικά, καταφέρνει να προσδώσει με επιτυχία τα στοιχεία εκείνα της σαρκαστικής διάθεσης που χαρακτηρίζουν τους ήρωες του Thompson.
   Το «Rum Diary» λοιπόν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια μέτρια ταινία, η οποία σε κάποιους θα θυμίσει μια ξέθωρη βερσιόν του «Fear and Loathing in Las Vegas», ωστόσο βλέπεται ευχάριστα, ειδικά μετά από τόσα χρόνια αναμονής. Από την άλλη μεριά, αν ανήκετε σε αυτούς που ταυτίζονται με τους ήρωες των ταινιών που παρακολουθούν, αντικαταστήστε τα τετριμμένα ποπ-κορν και συναφή εκνευριστικά θορυβώδη κινηματογραφικά εδέσματα με μερικά σφηνάκια παγωμένο ρούμι, και θα διασκεδάσετε σίγουρα την προβολή...

Σάββας Κυριακίδης

Πηγή εικόνας: http://www.moviefanatic.com/

0 Response to "Ποθος και κυρωση στο Πουερτο Ρικο"

Δημοσίευση σχολίου

powered by Blogger | WordPress by Newwpthemes | Converted by BloggerTheme