«Μαχαιρα εδωκες, και μαχαιρα θα λαβεις»...


... έτσι έλεγαν παλιά και έτσι είναι. Ψάχνεις να βρεις τον τρόπο να ζήσεις, πηγαίνεις κι έρχεσαι και κάπου στην πορεία καταλήγεις με αίματα στα χέρια, όχι, όχι, δεν είναι τα δικά σου, εσένα σε προσέχεις, μέχρι να βρεθεί ένας άλλος εσύ, με γρηγορότερα αντανακλαστικά, καλύτερο μαχαίρι και μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και ζεις κι εσύ την γλύκα του κοψίματος. Η δράση φέρνει την αντίδραση, ο πόνος φέρνει εκδίκηση και εκείνο το απόγευμα που νόμιζες ότι ο ουρανός μας χωράει όλους εκτός από σένα, βρίσκεσαι με το εισιτήριο στο χέρι, καλωσόρισες.
Είτε πόνεσες κάποιον είτε κάποιος εσένα δεν έχει σημασία, σημασία έχει η πληγή και το σημάδι της. Μάλλον για αυτό το δέρμα μας είναι φτιαγμένο έτσι, να κρατάει τις ουλές πάνω του, να θυμάσαι το μαχαίρι. Σπουδαίο εργαλείο, κόβεις σχοινιά που σε δεσμεύουν, κόβεις και σχοινιά που σε κρατάνε ζωντανό όμως. Μαχαίρι μπορεί να είναι και μια πρόταση, ένας άνθρωπος ή μια εικόνα, από αυτές που ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου παίζουν αλύπητα playback, σου οργώνουν σαν ξέφρενο τρακτέρ το μυαλό και τελικά σου τσαλακώνουν ηχηρά τον ύπνο και στον πετάνε στο πάτωμα.
Τελικά όμως δεν είναι το μαχαίρι που κάνει την ζημιά, αλλά το χέρι που το κρατάει, εκείνο που κάποτε σε χάιδευε, που σού φέρνε να φας, που κρατούσε το δικό σου και σε πήγαινε βόλτα «έτσι, για να ξεσκάσεις». Και δεν είναι, μη σου πω, ούτε το χέρι, αλλά το μυαλό που ελέγχει το συγκεκριμένο χέρι, χέρια, μαχαίρια , όλα μπλέκονται, αλλάζουν πόστα και παίζουν ρόλους, ρόλους δύσκολους, μα ρόλους υπαρκτούς. Εσύ, εσύ που νομίζεις πως μαχαίρι δεν κράτησες ποτέ και δεν πλήγωσες κανέναν, τα δικά σου χέρια τα κοίταξες καθόλου;
Θέλω έναν ουρανό πολύ μπλε, καθόλου σύννεφο, καθόλου απόχρωση. Τον καφέ μου τον θέλω γλυκό, με πολύ γάλα κι ας είναι σαν πάστα. Τον άνθρωπο τον θέλω καθαρό και με γρήγορο βήμα, γρήγορο να τα προλαβαίνει όλα, να είναι πάντα ένα βήμα μπροστά μου, να βλέπει τι έχει στην γωνία και να με προστατέψει αν η γωνία και η παρέα της είναι δυσάρεστες. Θέλω η μέρα μου να τα χωράει όλα και να έχει χώρο για χαμόγελα, εκείνα που φοβάσαι μη σου βγουν σε κακό. Θέλω τον έρωτα να με ζαλίζει, να περπατάω και να γελάω, τον θέλω κόκκινο και δυνατό, σαν το κρασί που πίνεις στο κρύο, απέναντι από ένα τζάκι και μπαίνει μέσα σου για τα καλά κι ότι κι αν έχεις στο διώχνει με φόρα έξω από την πόρτα. Να κάθεται μόνο του, μέσα στο κρύο, και τελικά να φύγει. Θέλω την θάλασσα ζεστή και ήσυχη, διάφανη και γαλάζια, και τα χέρια μου τα θέλω καθαρά, μ’ ακούς; Καθαρά. Δεν θέλω μαχαίρια εγώ, δεν θέλω αίματα, δεν θέλω σκοτωμούς. Το δέρμα μου το θέλω να χει πληγές και ουλές, το προτιμώ έτσι, γιατί χωρίς αυτές δεν θα είχα μάθει ότι τα μαχαίρια δεν μου αρέσουν. Άσε λοιπόν κι εσύ το δικό σου κάτω, βάλτο στο συρτάρι της κουζίνας κι έλα να πάμε στην γαλάζια θάλασσα, κάτω από τον μπλε ουρανό, να πιούμε εκείνον τον γλυκό καφέ και να ζήσουμε την μέρα μας, με αυτόν τον κόκκινο έρωτα και να γίνουμε κι εμείς καθαροί, γρήγορα, πριν έρθει η νύχτα κι αλλάξουν όλα.

Άννα Τζούτζου

Πηγή εικόνας: weheartit.com

0 Response to "«Μαχαιρα εδωκες, και μαχαιρα θα λαβεις»..."

Δημοσίευση σχολίου

powered by Blogger | WordPress by Newwpthemes | Converted by BloggerTheme