ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΔΩΡΑ
8:00 π.μ.
Press and shout
, Posted in
Scattered toys
,
0 Comments
Οι περισσότεροι στεκόμαστε τυχεροί και γεννιόμαστε υγιής και
πέντε δώρα δίνονται στον καθένα από εμάς. Όσο μεγαλώνουμε τα ανακαλύπτουμε,
παίζουμε με αυτά, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε κάπου ανάμεσα στο κούκου τζα
και στα παιδικά τραγουδάκια πώς είναι ο κόσμος γύρω μας. Μεγαλώνοντας τα
θεωρούμε αυτονόητα, ξεχνάμε τις δυνατότητες και τους παράλληλους κόσμους που θα
μπορούσαν να μας χαρίσουν αυτά τα δώρα. Ανησυχούμε για άλλα, μικρά, μεγάλα,
τρέχουμε πίσω από ανθρώπους, καταστάσεις, στόχους. Και τα δώρα μένουν στην
άκρη, σαν εκείνα τα δώρα θειάδων που ποτέ δεν μας άρεσαν και τα είχαμε σε ένα
ντουλάπι στο δωμάτιο μας.
Κάπου κάπου
γεννιούνται και αυτοί οι άλλοι, αυτοί που κάποιο δώρο ξέχασαν να τους το βάλουν
στο σακούλι τους. Και τότε αντιλαμβάνεσαι πόσο μεγάλος αριθμός είναι τελικά το ένα. Αυτό το ένα που λείπει και θα καθορίσει μια ολόκληρη ζωή, αυτό το ένα που θα πληγώσει, θα σε κάνει
μειοψηφία, θα σε δοκιμάσει και αυτό το ένα
που θα σε κάνει άτομο με ειδικές ικανότητες. Αυτό το ένα κάποιους θα τους τσακίσει και κάποιους άλλους θα τους πωρώσει
μεταμορφώνοντας τους σε ανθρώπους φανταστικούς, με φανταστικές ικανότητες, με
φανταστικές ζωές.
Τι είναι η ζωή
αλήθεια αν όχι αυτό που αντιλαμβάνεσαι εσύ κι αυτό που αντιλαμβάνομαι εγώ; Ό,τι
συμβαίνει γύρω σου, ό,τι ακούω, αυτό που βλέπεις, όταν όλες οι αισθήσεις
δουλεύουν σαν καλοκουρδισμένες μηχανές. Να τα, τα πέντε σου δώρα. Η γεύση σου,
η όσφρησή σου, η αφή σου, η ακοή σου και η όρασή σου. Χάνεσαι μέσα στη μέρα,
τρέχεις πίσω από κάτι, σκοντάφτεις, τρελαίνεσαι, θυμώνεις λίγο, γκρινιάζεις
πολύ. Έχεις κάτσει ποτέ να σκεφτείς την ζωή σου χωρίς τα δώρα σου, πού θα ήσουν
τώρα χωρίς αυτά, πώς θα περπατούσες, με τι βήμα, τι ανάσες θα έπαιρνες, πώς θα
σηκωνόσουν απ’ το κρεβάτι;
Όταν είμαι
μπουκωμένη και δεν έχω γεύση και όσφρηση, έχω πάρα πολλά νεύρα. Περιφέρομαι με
ένα παραπονεμένο ύφος, γκρινιάζω, δεν θέλω να τρώω. Εκείνες τις μέρες τρώω με
το ζόρι ό,τι σιχαίνομαι, ό,τι δεν μου αρέσει η γεύση του, τα μανταρίνια που
εμένα μου βρωμάνε και σταφιδόψωμα και μοσχάρια και μήλα και ψάρια. Και κάθε
μέρα που ξυπνάω τρέχω στην κουζίνα κι
ανοίγω το κουτί του καφέ να δώ αν θα μυρίσω κάτι, αν επανήλθε η όσφρηση μου.
Εκείνες τις μέρες νιώθω μια θλίψη που τα δύο μου δώρα κάποιος μου τα χει πάρει
πίσω.
Ό,τι κι αν έχεις, κι
όσα δεν έχεις, είναι αλήθεια τόσο μικρά. Σκέψου πως αύριο το πρωί θα σηκωθείς
από το κρεβάτι και ξαφνικά δεν βλέπεις. Μπορεί το δωμάτιο σου να είναι λουσμένο
στο φως του ήλιου κι εσύ να βλέπεις ένα μαύρο, κατάμαυρο. Τα πρόσωπα των
αγαπημένων σου, το αγαπημένο σου μπλουζάκι, το σούρουπο, το πώς σπάει ένα
πρόσωπο όταν χαμογελάει δυνατά και πηγαία. Πράγματα αστεία, πράγματα
συγκινητικά, πράγματα οικεία, πόσα θα έχανες από δω κι έπειτα. Σκέψου να μην
ένιωθες πόνο, να μην μπορούσες να νιώσεις το απαλό δέρμα αυτού που αγαπάς, να
μην ανατρίχιαζες με το ξαφνικό αεράκι εκείνα τα δροσερά βράδια του Ιούλη που
κάθεσαι έξω με φίλους. Το λυτρωτικό δρόσισμα την στιγμή που ιδρωμένος από τον
καυτό ήλιο της παραλίας βουτάς στη θάλασσα.
Την σιωπή θα την
άντεχες; Δεν θα ξανάκουγες κόρνες, παιδάκια να παίζουν λίγο πιο κάτω, τα
τραγούδια που αγαπάς, την φωνή των γονιών σου, τηλέφωνα να χτυπάνε, γέλια,
παρακινήσεις, προσκλήσεις, εξομολογήσεις, πάμε να φύγουμε, όλα θα πάνε καλά, τι
θες να σου φτιάξω, πόσο όμορφος είσαι σήμερα, συγνώμη, έλα για καφέ, σε αγαπάω.
Δεν θα ξανάκουγες τίποτε από όλα αυτά. Τώρα που έχεις αρχίσει σίγουρα να
ψυχοπλακώνεσαι και να μετανιώνεις που άρχισες να διαβάζεις αυτό το κείμενο,
πάρε μια βαθιά ανάσα και αγκάλιασε τα δώρα σου. Είσαι εδώ κι όσο κι αν
τυραννιέσαι, όσο στραβά κι αν πηγαίνουν όλα, να θυμάσαι πως έχεις τα δώρα σου,
πως όταν εσύ γεννήθηκες, αυτός ο κάποιος δεν ξέχασε κανένα στο δικό σου
σακούλι. Κοίτα καλά, ρούφα, άγγιξε, άκου και μύρισε. Και διάβασε αυτό:
«Γεννηθήκαμε μια φορά
και δε γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη, κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε
ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις
την ευτυχία για αργότερα. Κι η ζωή κυλά με αναβολές και χάνεται, κι ο καθένας
μας πεθαίνει μέσα στις έγνοιες.»
Επίκουρος
Άννα
Τζούτζου
Πηγή εικόνας: http://craftingtheday.blogspot.gr
0 Response to "ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΔΩΡΑ"
Δημοσίευση σχολίου