Bras de fer


  Πρωί. Καφές στα γρήγορα, ο καιρός άνοιξε, ανοίξανε και τα παράθυρα. Από κάπου μυρίζει βασιλικός, μπερδεύεται με την μυρωδιά του καφέ. Έχει ήλιο, αλλά εδώ έχει χειμώνα. Το τραπέζι έχει έναν καφέ πάνω, εσύ είσαι αλλού, τον πίνεις άλλη ώρα, σε κάποιο άλλο τραπέζι. Δεν μπορείς να μυρίσεις τον βασιλικό, ούτε να δεις την τεράστια γραμμή στον καθαρό ουρανό που άφησε το αεροπλάνο. Δεν βλέπεις πόση ώρα μπορώ να κοιτάω αφηρημένη κάπου, πώς πέφτει ο ήλιος πάνω στα μαλλιά μου, πόσο συχνά κάνω γκριμάτσες επειδή εδώ έχει ήλιο, αλλά έχει και χειμώνα.
  Μεσημέρι. Οι ώρες δεν θέλουν να φύγουν, κάθονται εδώ και μού κάνουν συντροφιά, τις λέω να φύγουν, δεν θέλω παρέα. Κάθονται στο τραπέζι μαζί μου και κοιτιόμαστε, σαν σιωπηλό μπρα ντε φερ, περιμένουμε να δούμε ποιος θα νικήσει. Ακόμα ήλιος, χάνεις το φως, χάνεις την ζέστη, την χάνω κι εγώ μαζί σου, όταν θα έρθεις φοβάμαι μη δεν μπορώ να βρω ξανά τον ήλιο να σού τον δείξω, να σού δείξω όλα τα χρώματα που πήρε.
  Απόγευμα. Χέρια κουνιούνται μηχανικά, δείκτες της στασιμότητας εδώ, αυτόματος πιλότος, τουλάχιστον οι ώρες φύγανε, εργασιοθεραπεία και ακόμα ένας καφές. Τα τραγούδια που δεν ακούς μαζί μου, οι φωνές έξω στον δρόμο, το μηχανάκι που μαρσάρει και πάνω απ’ όλα την ησυχία εδώ μέσα. Θέλω να έρθεις εσύ και να φέρεις την φασαρία όλου του κόσμου, το χαμόγελο σου είναι τόσο δυνατό, γεμίζει τον χώρο, γεμίζει κάθε ρωγμή. Να ήσουν εδώ να έβλεπες πόσο γρήγορα γίνεται το γαλάζιο, ροζ, μετά  πορτοκαλί, μπλέκονται με το γκρίζο και το μωβ και αυτό λέγεται η ώρα περνάει και ο ουρανός αλλάζει, και οι ώρες δεν περνάνε και εσύ δεν είσαι εδώ, μα πού είσαι τελικά; Εγώ μέσα μου σε έχω, μέσα μου σε κουβαλάω, γιατί πίστευα πως έτσι δεν θα μου λείπεις. Λάθος. Ήλπιζα.
  Βράδυ. Τελειώνει η μέρα και μαζί της τελειώνει και η υπομονή. Ό,τι θες περισσότερο φεύγει μέσα από τα χέρια σου, ότι ψάχνεις περισσότερο κρύβεται πανέξυπνα. Ό,τι κυνηγάς πιο πολύ, τρέχει σαν τον άνεμο. Γυρνάω σαν την μύγα, να φύγει η ένταση, να φύγουν τα νεύρα, δεν μπορώ να περιμένω άλλο, εσύ αργείς, εσύ βλέπεις τώρα το μαύρο τ’ ουρανού από κάπου αλλού, άραγε είναι το ίδιο μαύρο που βλέπουμε; Ακούω την φωνή σου και θυμώνω, δεν θέλω φωνή, θέλω παρουσία, θέλω σώμα, θέλω εικόνα. Νομίζεις πως χαίρομαι, αλλά όχι. Κρυώνω και διψάω και πεινάω και ζητάω πολλά.
  Ζητάω να έρθεις σαν κουβέρτα πάνω μου και να με ζεστάνεις, όπως μόνο εσύ ξέρεις να κάνεις. Να πάρεις τα χέρια μου και να τα κοιτάς λες και δεν έχεις ξαναδεί χέρια. Να γεμίσεις το σπίτι φασαρία, και ήλιο και χαρά, και να μυρίσεις κι εσύ τον βασιλικό το πρωί που θα ξυπνήσουμε. Θέλω να σταματήσω να περιμένω γιατί νιώθω πως φεύγουν οι ώρες, κι όχι επειδή τις έδιωξα, αλλά επειδή με νίκησαν.
  Μπορεί να τα έχεις όλα, άμα δεν έχεις κάποιον, δεν έχεις τίποτα. Μπορεί να θές να είσαι μέσα ενώ είσαι έξω. Μπορεί να θες να είσαι έξω ενώ είσαι μέσα. Μπορεί να είσαι μέσα σε εκατό ανθρώπους και να μην βλέπεις κανέναν. Να τρως το αγαπημένο σου φαί και να νιώθεις πως τρως το χειρότερο που υπάρχει. Τίποτα δεν μετράει, τίποτα, αν κάποιος δεν έχει γίνει η θυρίδα που κρατάς το μέλλον σου και την καρδιά σου. Ειδικά όταν η θυρίδα είναι η πιο ασφαλής του κόσμου, η κατάθεση αξίζει τόσο πολύ. Τα αστέρια χρειάζονται τον ουρανό τους για να φαίνονται και ο ουρανός χρειάζεται τα αστέρια του για να τον φωτίζουν. Ξημέρωσε. Λέω να σου στείλω έναν βασιλικό.

Άννα Τζούτζου

Φωτογράφια: https://www.facebook.com/pages/iloveplaymo/

0 Response to "Bras de fer"

Δημοσίευση σχολίου

powered by Blogger | WordPress by Newwpthemes | Converted by BloggerTheme